μετηνέμιος

μετηνέμιος
μετηνέμιος, -ον (ΑΜ)
γρήγορος σαν τον άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + -ηνέμιος (< ἄνεμος), πρβλ. υπ-ηνέμιος. Το -η- τού τύπου είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μετηνεμίῳ — μετηνέμιος swift as wind masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”